Το μπο (bō,棒: ぼう), τζουνγκ μπονγκ στα Κορεάτικα, μπανγκ στα Κινέζικα, ή κουν στη διάλεκτο της Οκινάουα είναι ένα πολύ μακρύ ραβδί που χρησιμοποιούταν ως όπλο στην φεουδαρχική Ιαπωνία. Τα συνήθη Bo έχουν μήκος γύρω στο 1.80 και βρίσκουν χρήση στις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες και ειδικά το bojutsu. Άλλα αντίστοιχα ραβδοειδή όπλα είναι το Jo με μήκος 1.20 και το Hanbo (μισό Bo, γνωστό και ως than bong στην Κορέα) με μήκος 90 εκατοστά.

Είδη bo

Το Bo κατασκευάζεται συνήθως από σκληρό ή ελαστικό ξύλο όπως αυτό της κόκκινης ή της λευκής δρυς, καθώς επίσης από μπαμπού αλλά και πεύκο, με το ξύλο rattan όμως να είναι σε πρώτη προτίμηση, λόγω της ελαστικότητάς του. Συχνά, παρουσιάζει μια ελαφρά κωνικότητα, με το κέντρο (chukon-bu) να είναι παχύτερο από τα άκρα (kontei), καθώς επίσης μπορεί να έχει κυκλική διάμετρο(maru-bo). Μερικά είναι πολύ ελαφριά με μεταλλικά άκρα, και ρίγες, καθώς και λαβή για χρήση σε επιδείξεις. Τα παλαιότερα bo μπορούσαν να είναι με διάμετρο κυκλική (maru-bo), τετράγωνη (kaku-bo), εξάγωνη (rokkaku-bo) η οκτάγωνη (hakkaku-bo). Το μέσο μήκος τους είναι στα 6 shaku (περίπου 1.8 m) αλλά μπορεί να φτάσουν και τα 2.7 m (kyu-shaku-bō).

Το κλασικό Bo του 1.80  συχνά λέγεται και rokushakubō (六尺棒: ろくしゃくぼう). Όνομα που προέρχεται από το Ιαπωνικό roku (六: ろく), που σημαίνει “έξη” την λέξη shaku (尺: しゃく), και το bō. Το shaku είναι ιαπωνική μονάδα μέτρησης ίση με 30,3 εκατοστά. Το σύνηθες πάχος του είναι στα 3 εκατοστά αλλά μερικές φορές λεπταίνει στις άκρες (kontei) στα 2 εκατοστά. Το μεγαλύτερο πάχος στο κέντρο, δίνει την δυνατότητα στο χρήστη να πιάνει καλύτερα ώστε να μπλοκάρει και να αντεπιτίθεται.

Σε ορισμένες περιπτώσεις για εκπαιδευτικούς σκοπούς ή για διαφορετικό στυλ, χρησιμοποιούταν το rattan. Μερικά είχαν ένθετο ή λωρίδες από σίδηρο ή άλλα μέταλλα για επιπλέον αντοχή. Το Bō κυμαίνεται από βαρύ σε ελαφρύ, από άκαμπτο έως εξαιρετικά ελαστικό, και από απλά κομμάτια ξύλου σε διακοσμητικά έργα τέχνης.

Bo και πολεμικές τέχνες

Η ιαπωνική πολεμική τέχνη που ασκεί το bō είναι bōjutsu. Η βάση της τεχνικής του bō είναι το te ή χέρι και τεχνικές που προέρχονται από το quanfa και άλλες πολεμικές τέχνες που έφτασαν στην Okinawa μέσω του εμπορίου και των κινέζικων μοναχών. Οι τεχνικές ώθησης, ταλάντευσης και τα χτυπήματα συχνά μοιάζουν με κινήσεις κενών χεριών, ακολουθώντας τη φιλοσοφία ότι το bō είναι απλώς μια «επέκταση των άκρων». Κατά συνέπεια, το bōjutsu συχνά ενσωματώνεται σε άλλα στυλ άοπλων τεχνών, όπως το καράτε. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το “bō” χρησιμοποιείται επίσης ως δόρυ και μακρόστενο σπαθί σε μερικές από τις κινήσεις του, όπως η προς τα πάνω ταλάντευση και κοπή, καθώς και οι προεκτάσεις με το πιάσιμο ενός άκρου και έτσι την αύξηση του μήκους του καθιστώντας το έτσι στην χρήση παρόμοιο με ένα δόρυ.

Το bō τυπικά πιάνεται στο ένα τρίτο από τα άκρα τοθ και όταν κρατηθεί οριζόντια μπροστά, η δεξιά παλάμη κοιτάζει μακριά από το σώμα και το αριστερό χέρι κοιτάζει προς το σώμα, επιτρέποντας στο ραβδί να περιστρέφεται με άνεση. Η ισχύς παράγεται από το οπίσθιο χέρι τραβώντας το ραβδί, ενώ το εμπρόσθιο χέρι χρησιμοποιείται για καθοδήγηση. Οι τεχνικές του Bō περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία από μπλοκ, χτυπήματα, αποκρούσεις και κλειδώσεις. Το bō μπορεί ακόμη και να χρησιμοποιηθεί για να πετάξει άμμο ή χώμα στον αντίπαλο.

Ιστορία του Bo

Στην παλαιότερη μορφή του, ως ραβδί, το bō, έχει χρησιμοποιηθεί σε όλη την Ασία από την αρχή της καταγεγραμμένης ιστορίας. Τα πρώτα bo ονομάστηκαν ishibo, και ήταν κατασκευασμένα από ξύλο (κλαδιά, κλπ.), ήταν δύσκολα στην κατασκευή και συχνά αναξιόπιστα. Ήταν επίσης εξαιρετικά βαριά. Το konsaibo ήταν μια πολύ απομακρυσμένη παραλλαγή του kanabo. Κατασκευαζόταν από ξύλο γεμάτο σίδηρο και ήταν ακόμα υπερβολικά δυσκίνητο για την πραγματική μάχη, και κατά συνέπεια αργότερα αντικαταστάθηκε από μη τροποποιημένα κομμάτια από σκληρό ξύλο. Σε χρήση για την αυτοάμυνα των μοναχών ή του απλού λαού, το ραβδί ήταν αναπόσπαστο μέρος του Tenshin Shōden Katori Shintō-ryū, μιας από τις παλαιότερες πολεμικές τέχνες.

Το ραβδί εξελίχθηκε στο bō με την ίδρυση του kobudo, μιας πολεμικής τέχνης που χρησιμοποιεί όπλα, και εμφανίστηκε στην Οκινάουα στις αρχές του 17ου αιώνα.

Πριν από τον 15ο αιώνα, η Οκινάουα, ένα μικρό νησί που βρίσκεται νότια της Ιαπωνίας, χωρίστηκε σε τρία βασίλεια: Το Chuzan, το Hokuzan και το Nanzan. Μετά από μεγάλη πολιτική αναταραχή, η Οκινάουα ενώθηκε κάτω από τη Δυναστεία Sho το 1429. Το 1477, ο αυτοκράτορας Sho Shin ανέλαβε την εξουσία. Αποφασισμένος να επιβάλει τις φιλοσοφικές και ηθικές του ιδέες, απαγορεύοντας τη φεουδαρχία, ο αυτοκράτορας θέσπισε απαγόρευση των όπλων. Έγινε έγκλημα η μεταφορά ή η κατοχή όπλων, όπως τα ξίφη, σε μια προσπάθεια να αποτραπεί η περαιτέρω αναταραχή και να αποτραπεί η όποια εξέγερση.

Το 1609, η προσωρινή ειρήνη που είχε πετύχει ο Sho Shin ανατράπηκε βίαια όταν η ισχυρή συμμαχία του Satsuma Shimazu εισέβαλε και κατέκτησε την Okinawa. Οι άρχοντες του Shimazu επέβαλαν μια νέα απαγόρευση των όπλων, αφήνοντας τους κατοίκους της Okinawa ανυπεράσπιστους εναντίον των σαμουράι που μπορούσαν να φέρουν όπλα. Σε μια προσπάθεια να προστατευθεί, ο λαός της Οκινάουα άρχισε να χρησιμοποίει απλά εργαλεία καλλιέργειας, τα οποία οι σαμουράι δεν θα μπορούσαν να κατασχέσουν, ως νέες μεθόδους άμυνας. Αυτή η χρήση των όπλων αναπτύχθηκε στο kobudo, ή “αρχαίο πολεμικό τρόπο” όπως είναι γνωστό σήμερα.

Αν και το bō χρησιμοποιείται τώρα ως όπλο, η χρήση του πιστεύεται από ορισμένους ότι έχει εξελιχθεί από το μακρύ ραβδί (tenbin) το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την εξισορρόπηση κουβάδων ή καλαθιών. Συνήθως με αυτό, κάποιος φέρει καλάθια συγκομιδής καλλιεργειών ή κουβάδες νερού ή ψαριών, κλπ., ένα σε κάθε άκρο του, ισορροπώντας το στο μέσο της πλάτης και στις ωμοπλάτες. Στις φτωχότερες αγροτικές οικονομίες, ο τρόπος αυτός παραμένει ως παραδοσιακή γεωργική εργασία ακόμα και σήμερα. Σε στυλ όπως το Yamanni-ryū ή το Kenshin-ryū, πολλά από τα χτυπήματα είναι ίδια με εκείνες που χρησιμοποιούνται για το yari (“δόρυ”) ή το naginata (“glaive”). Υπάρχουν τεχνικές ραβδιών σχεδόν σε κάθε χώρα και σε κάθε ήπειρο!

Blackbelt: