Λόγω της εκπληκτικής λεπίδας τους, της ανθεκτικότητας και φυσικά της κομψής αισθητικής τους, τα katana εκθειάζονται ως τα καλύτερα σπαθιά που έχουν κατασκευαστεί ποτέ. Θα ήταν πραγματικά αξιοπερίεργο το συγκεκριμένο σπαθί να είχε ξεπηδήσει έτσι απλά και ξαφνικά από το σχεδιαστήριο ενός σιδηρουργού και προφανώς τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Τα katana όπως τα γνωρίζουμε τώρα αποτελούν προϊόν εκατοντάδων ετών βελτιώσεων και ανταπόκρισης στις αλλαγές που απαιτούνταν να γίνουν στα ξίφη της εποχής προκειμένου να ανταποκρίνονται στη χρήση για την οποία προορίζονταν. Στη συνέχεια του άρθρου, θα μελετηθούν λεπτομερώς οι παράγοντες που επηρέασαν ιδιαίτερα τον σχεδιασμό και την κατασκευή τους, από την αρχή έως τη σύγχρονη εκδοχή τους.
Οι απαρχές: το chokuto (πριν το 987 μ.Χ.)
Ένα εμβληματικό σπαθί θα πρέπει να διαθέτει και κάποιον πρόγονο, και στην περίπτωση του ιαπωνικού katana, αυτός είναι, κατά κοινή ομολογία, το chokuto. Tο chokuto εμφανίστηκε σε μια περίοδο γνωστή ως εποχή Jokoto, πριν το 987 μ.Χ. Tα σπαθιά που κατασκευάζονταν τότε, από τεχνολογικής απόψεως αποτελούσαν τα πιο απλά ιαπωνικά σπαθιά. Το σήμα κατατεθέν των katana, δηλ. η κομψή καμπύλη και οι διαφορετικές τεχνικές σκλήρυνσης του μετάλλου, δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί τότε, γεγονός που αποτυπωνόταν στη γεωμετρία του σπαθιού το οποίο ήταν ίσιο και με την πρώτη ματιά έμοιαζε περισσότερο με μια μεγάλη, ακονισμένη μεταλλική ράβδο.
Ορισμένες φορές, το σχήμα στο άκρο του σπαθιού στένευε πολύ κι άλλες φορές πολύ λιγότερο. H συνήθης ποικιλομορφία που συναντάμε στα katana ήταν σχεδόν ανύπαρκτη καθώς στην πραγματικότητα τότε υπήρχαν μόνο δύο εκδοχές ως προς τη γεωμετρία του σπαθιού: hira-zukuri ή kiriha-zukuri, καμία από τις οποίες δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ως μήκος σπαθιού σήμερα. Είναι πραγματικά τύχη το να γνωρίζουμε κάτι για αυτά τα σπαθιά δεδομένου ότι τα περισσότερα δεν είναι σε πολύ καλή κατάσταση, κάτι που είναι λογικό μετά από 1.000 και πλέον χρόνια φυσικής φθοράς η οποία επέρχεται ανεξαρτήτως του πόσο καλά έχει σφυρηλατηθεί το μέταλλο.
Η λαβή του σπαθιού διέφερε πολύ από την περίτεχνη, τυλιγμένη με μετάξι, μακριά λαβή των tachi και των katana καθώς και ως προς το ότι προοριζόταν αποκλειστικά για χρήση από το ένα χέρι μόνο, με μικρότερη λαβή και όψη που παρέπεμπε περισσότερο σε γιαταγάνι. Tο chokuto έγινε γνωστό ως το “σπαθί των ninja” από τους λάτρεις των ταινιών πολεμικών τεχνών. Ωστόσο, στην πράξη δεν υπήρχε συγκεκριμένο είδος σπαθιού που να χρησιμοποιούν οι ninja, αλλά ακόμη κι αν είχαν σίγουρα δεν θα επρόκειτο για ένα σπαθί διακοσίων ετών.
Η γέννηση του Tachi
Σε πλήρη αντίθεση με τις ευθείες γραμμές του chokuto και της σχετικά χοντροκομμένης μεταλλουργικής επεξεργασίας του, το tachi σηματοδοτεί τη μετάβαση σε ένα περισσότερο επαναστατικό σχεδιασμό που θα αποτελούσε πλέον το πρότυπο για όλα τα επόμενα ιαπωνικά σπαθιά. Τα πρώτα σχέδια για tachi ακολούθησαν το στυλ shinogi zukuri, σφυρηλατήθηκαν δηλ. με μια πτυχή που διαχωρίζει την αιχμηρή επιφάνεια από το πλαϊνό μέρος του σπαθιού.
O όρος shinogi zukuri στην πράξη αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την πτυχή, που αποκαλείται shinogi και στο πλαϊνό τμήμα του σπαθιού που λέγεται shinogi-ji. Το άλλο βασικό χαρακτηριστικό στη σχεδίαση shinogi zukuri ήταν η εμφανής διάκριση του kissaki από την υπόλοιπη αιχμηρή επιφάνεια, μέσω μιας γεωμετρικής αλλαγής στη μύτη του σπαθιού, που λέγεται yokote. Το σημείο αυτό γυαλιζόταν περισσότερο ώστε να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη λεπίδα και ακόμη και σήμερα αποτελεί ένα από τα επιθυμητά στοιχεία στα σύγχρονα σπαθιά.
Δεδομένου του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται πλέον αυτά τα λεπτεπίλεπτα σπαθιά, με την αιχμηρή επιφάνεια που καταλήγει στο shinogi και όχι μια πλατιά και παχιά λεπίδα που καταλήγει σε ένα απότομα ακονισμένο άκρο, το σπαθί αποκτούσε περισσότερη δύναμη χάρη σε κάτι που αποκαλείται niku. Επρόκειτο για μια συγκεκριμένη διαμόρφωση της αιχμηρής επιφάνειας έτσι ώστε να διαθέτει ταυτόχρονα τη μέγιστη ποσότητα μετάλλου και μια θανατηφόρα μύτη. Το αποτέλεσμα αυτό επιτυγχάνονταν χάρη στην κυρτή διαμόρφωση της αιχμηρής επιφάνειας και το niku αποτέλεσε έκτοτε ένα σημαντικό χαρακτηριστικό σε όλα τα ιαπωνικά σπαθιά.
Με μια ματιά στα νέα αυτά καλαίσθητα σπαθιά, παρατηρεί κανείς ότι διαθέτουν το hamon, ή ένα σχέδιο πάνω στη λεπίδα, που ήταν το αποτέλεσμα των διαφοροποιημένων τεχνικών σκλήρυνσης του μετάλλου που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά.
Το κλειδί αυτή τη φορά ήταν ότι αφού σφυρηλατούνταν το βασικό σχήμα του σπαθιού, αυτό καλυπτόταν με πηλό, σε πιο παχύ στρώμα στη ράχη και πιο λεπτό στρώμα στην αιχμηρή πλευρά του σπαθιού. Στη συνέχεια, η λεπίδα θερμαινόταν σε πολύ υψηλή θερμοκρασία, εωσότου πυρακτωθεί, και τέλος βυθιζόταν σε νερό. Χάρη στον πηλό, η ράχη της λεπίδας θα παρέμενε εν μέρει μονωμένη από το νερό και η θερμοκρασία της έπεφτε με πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με την αιχμή της. Η κρυσταλλική δομή που διαμορφωνόταν στο μέταλλο ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας διέθετε ορισμένες πολύ ιδιαίτερες ιδιότητες.
Πρώτον, η ράχη του σπαθιού, στα σημεία που είχαν ψυχθεί πιο αργά ήταν λιγότερο εύθραυστη και περισσότερο εύπλαστη, με αποτέλεσμα να ενισχύει το σπαθί στο σύνολό του. Δεύτερον, η αιχμηρή επιφάνεια θα γινόταν πολύ πιο άκαμπτη, στοιχείο που θα την έκανε να έχει και να διατηρεί μια πραγματικά θανάσιμη λεπίδα. Tέλος, το hamon, το όμορφο σχέδιο πάνω στη λεπίδα του σπαθιού το οποίο προκύπτει ως αποτέλεσμα της θερμικής επεξεργασίας.
Η διαφορά στον βαθμό συστολής στο επάνω και κάτω μεταλλικό μέρος του σπαθιού συνεπαγόταν ότι εξελισσόταν ακριβώς στην καλαίσθητη καμπυλωτή λεπίδα την οποία άμεσα σκέφτεται κανείς όταν αναφέρεται σε αυτά τα σπαθιά. Η συγκεκριμένη καμπύλη ονομάζεται sori (ή και zori) και συνδέεται με όλες τις σύγχρονες ιαπωνικές λεπίδες καθώς αποτελεί προϊόν θερμικής κατεργασίας. Τα πρώιμα tachi είχαν πολύ χαρακτηριστική koshi sori, ή καμπύλη, που ξεκινά από τη βάση του σπαθιού και είναι αρκετά λεπτή ιδίως σε σχέση με τα πιο σύγχρονα σπαθιά. Το fumbari αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό που συνήθως είχαν τα tachi: πρόκειται για το αυξημένο πλάτος της λεπίδας κοντά στο habaki. Παρόλο που προσθέτοντας περισσότερο μέταλλο η λεπίδα γινόταν δυνατότερη αλλά πιο βαριά, στα πλεονεκτήματά της συγκαταλέγεται το ότι επηρέαζε την ισορροπία της, με αποτέλεσμα να μπορεί κανείς να το κρατά με το ένα χέρι. Η καμπύλη αυτή, το fumbari, καθώς και το γεγονός ότι το tachi ήταν σαφώς ελαφρύτερο σε σχέση με τους “απογόνους” του, σήμαιναν ότι ήταν κατάλληλο για έφιππη μάχη, όπου ένα βαρύτερο σπαθί δεν θα ήταν τόσο πρακτικό. Οι πολεμιστές κρατούσαν το σπαθί με την κόψη προς τα κάτω, στηριγμένο από κορδόνι περασμένο στη ζώνη, κάτι που πρόσφερε ελευθερία κινήσεων, ώστε να μπορούν να το φέρουν με ευκολία ακόμη κι όταν κάλπαζαν.
Η παραγωγή των tachi συνεχίστηκε μέχρι και το τέλος της εποχής Muromachi, το 1572, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι η σχεδίασή τους παρέμεινε ίδια όλο αυτό το διάστημα. Αυτά τα μακριά και λεπτά σπαθιά καθώς και οι σιδηρουργοί που τα σφυρηλατούσαν έβαλαν τα θεμέλια για τη δημιουργία των katana στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Έτσι, τα tachi άρχισαν να χάνουν δύο από τα χαρακτηριστικά που επρόκειτο να τα καθορίσουν τόσο έντονα τα επόμενα χρόνια, καθώς έγιναν πιο πλατιά στο σύνολό τους και έχασαν τμήμα από το fumbari. Μια μεγάλη αλλαγή ως προς την αίσθηση που άφηνε το σπαθί στο χέρι οφείλεται και στην αλλαγή του sori, καθώς μειώθηκε ηκαμπύλη στη βάση του σπαθιού και απέκτησε περισσότερο ύψος. Αυτού του είδους η καμπύλη ονομάζεται tori-sori, το σύγχρονο katana όμως θα την αναδείξει ακόμη περισσότερο στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Αυτές οι πρώτες μεγάλες αλλαγές ξεκίνησαν στην εποχή Kamakura, όταν παράλληλα έγιναν σημαντικές αλλαγές σε πολιτικό επίπεδο. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποθέσει ότι οι αλλαγές αυτές επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την εμφάνιση μιας νέας κοινωνικής τάξης αριστοκρατών πολεμιστών που ονομάζονταν buke. Επρόκειτο για πολεμιστές από σημαντικές οικογένειες που ανέλαβαν τη διοίκηση και αστυνόμευση των επαρχιών. Καθώς κέρδιζαν ολοένα και περισσότερη δύναμη και αυτοπεποίθηση, η σχεδίαση των σπαθιών που χρησιμοποιούσαν επηρεάστηκε καταλυτικά από τις προσωπικές τους προτιμήσεις. Tα σπαθιά που κατασκευάστηκαν στα μέσα της εποχής Kamakura έμοιαζαν τόσο δυνατά και πολύ πιο βαριά από τα πρώτα tachi, ενώ με ελάχιστες εξαιρέσεις, επρόκειτο για μια τάση που θα συνέχιζε και στην εποχή Nanbokucho καλύπτοντας την επιτακτική ανάγκη για στιβαρά σπαθιά. Ο περίφημος πόλεμος Nanbokucho, κατά λέξη ο πόλεμος της “Βόρειας και Νότιας αυλής” αναμφίβολα προέκυψε από αυτές τις πολιτικές αλλαγές, ενώ είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι πιθανότατα δημιούργησε ζήτηση για ένα ακόμη sugata.
Όταν ο πόλεμος Nanbokucho άρχισε να αποκτά σοβαρές διαστάσεις, η σχεδίαση του tachi τροποποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό, αποτελώντας σαφώς ένα παράδειγμα όπου η λειτουργικότητα προηγήθηκε της μορφής. Το συνολικό μήκος της λεπίδας αυξήθηκε πολύ, το πάχος της όμως μειώθηκε προκειμένου να αντισταθμίσει το μικρότερο niku σε σχέση με πριν. Πολλές λεπίδες κόπηκαν με bo-hi ώστε να έχουν ακόμη μικρότερο βάρος ενώ το fumbari εξακολουθεί να υπάρχει στις λεπίδες αυτής της περιόδου. Το μήκος του kissaki αυξήθηκε αναλογικά με το μήκος του σπαθιού και ήταν λιγότερο στρογγυλεμένο και περισσότερο μυτερό, ενώ ακόμη και το hamon σε πολλά σπαθιά έμοιαζε να είναι “τεντωμένο” ώστε να αντιστοιχεί στις νέες διαστάσεις. Όλες αυτές οι τροποποιήσεις, σε συνδυασμό με το πολύ λιγότερο έντονο sori έκανε το σπαθί να φαντάζει ακόμη πιο μακρύ από όσο ήδη ήταν.
Σε όλη τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης περιόδου, τα tachi εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα και προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Σε συνέχεια αυτής της καταιγιστικής τάσης, ήρθαν δύο ακόμη τύποι σπαθιού που δείχνουν ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο ο συγκεκριμένος πόλεμος επηρέασε, ή σύμφωνα με κάποιους ανέτρεψε, την εξέλιξη των tachi: πρόκειται για το seoi-tachi ή σπαθί για τον ώμο και το no-dachi ή σπαθί πεδίου. Τα δύο είδη σπαθιών ήταν τεράστια, φτάνοντας έως και τα 150 εκ. Επρόκειτο πραγματικά για ιδιαίτερους καιρούς, καθώς η φυσιολογική εξέλιξη του σπαθιού μπήκε στο περιθώριο και συνεχίστηκε μετά από την πύρρειο νίκη της Βόρειας αυλής, το 1392, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη σχεδίαση των tachi.
Η γέννηση των katana
Η επόμενη μεγάλη αλλαγή ωστόσο, χρειάστηκε περισσότερα από 80 χρόνια για να έρθει και ήταν αυτή που καθόρισε για πάντα το ιαπωνικό σπαθί στη λαϊκή κουλτούρα. Φυσικά δεν είναι άλλη από τη γέννηση του katana. Αυτό το νέο σπαθί ήταν πολύ πιο κοντό από το κομψότερο tachi, καθώς η λεπίδα του είχε μήκος περίπου 60 εκ. ενώ διέθετε επίσης και πιο πλατιά βάση και ήταν πιο ανθεκτικό σε σχέση με το ντελικάτο tachi. Το sori, ή η καμπύλη, αυτής της πιο κοντής λεπίδας άλλαζε ακόμη περισσότερο προς το άκρο (saki sori) καθώς αυτό το σπαθί δεν θα χρησιμοποιούνταν για έφιππη μάχη, παράλληλα όμως αύξανε και το εύρος στο οποίο έφτανε το όπλο δεδομένου του σχετικά μικρού μεγέθους του.
Σε αντίθεση με το tachi, η λεπίδα κοιτούσε προς τα επάνω, όχι σε ashi, αλλά μέσα από τη ζώνη ή obi. Αυτή η αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο έφεραν το σπαθί, μας δίνει κι έναν τρόπο να καταλάβουμε αν ένα σπαθί προοριζόταν εξαρχής για katana ή για tachi, ανάλογα με τον τρόπο που ήταν τοποθετημένη η υπογραφή του σιδηρουργού, ή mei, στην πλευρά του nakago που θα κοιτούσε προς τα επάνω, ανάλογα με τον τρόπο που έφεραν το σπαθί. Mια συνήθης παρανόηση ήταν ότι το katana αντικατέστησε το tachi, κάτι το οποίο δεν ισχύει, καθώς για την ακρίβεια, η παραγωγή των tachi συνεχίζεται έως και σήμερα. Τα katana όμως είχαν έρθει στο προσκήνιο για να μείνουν.
Σε επίπεδο ποιότητας, τα katana δεν έκαναν καλή αρχή, καθώς σφυρηλατήθηκαν σε μια εποχή διαμάχης, την εποχή Sengoku, κι η ζήτηση ήταν τόσο έντονη που σφυρηλατούνταν όσο πιο γρήγορα γινόταν. Tα tachi του παρελθόντος ήταν πραγματικά κομψοτεχνήματα επειδή ακολουθούνταν η κανονική διαδικασία κατασκευής, πλέον όμως οι σιδηρουργοί δεν είχαν αρκετό χρόνο για να δημιουργήσουν τέτοια έργα τέχνης. Η ζήτηση δεν έφτασε σε τέτοια επίπεδα ούτε και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου Nanbokucho γι’ αυτό και ελάχιστα katana εκείνης της εποχής ήταν άξια λόγου, με τα περισσότερα να είναι σχετικά κακής ποιότητας. Όλες αυτές οι αιματοχυσίες σταμάτησαν όταν ο Nobunaga αποφάσισε ότι τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο και στην ουσία ενοποίησε την Ιαπωνία, ξεκινώντας έτσι την εποχή Momoyama.
Όταν πια πέρασε η αναστάτωση που προκάλεσαν οι πόλεμοι και οι σκοτωμοί, η σχεδίαση αυτής της νέας πιο κοντής λεπίδας πέρασε από την ίδια λεπτομερή εξέλιξη που πέρασαν και τα tachi. Δεδομένου ότι οι σιδηρουργοί αφιέρωσαν τον χρόνο και το ταλέντο τους στη δημιουργία των νέων katana, δεν αποτελεί έκπληξη ότι έγιναν τόσο όμορφα και εξελίχθηκαν ταχύτατα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Ένα στοιχείο ήταν ότι αυξήθηκε το μήκος της λεπίδας. Για την ακρίβεια, εκτινάχθηκε στα περίπου 75 εκ., μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με τα 60 εκ. που ήταν αρχικά. Προκειμένου να αντισταθμιστεί το επιπλέον μήκος, αυξήθηκε το πάχος της λεπίδας όπως και το πλάτος της τόσο στο επάνω όσο και στο κάτω μέρος – το moto haba και το saki haba αντίστοιχα – παρόλο που υπήρχε μια μικρή μείωση της διατομής ή fumbari. Η καμπύλη της λεπίδας ξεκινούσε και πάλι από το σημείο όπου άρχιζε να ανεβαίνει, σε αντίθεση με το koshi sori των πρώιμων tachi. Ωστόσο, ακόμη δεν ήταν το χαρακτηριστικό tori sori και η καμπύλη του επεκτάθηκε αισθητικά στο kissaki το οποίο συχνά μάκραινε περισσότερο σε o-kissaki.
Κατά την πρώιμη εποχή Edo, ψηφίστηκε νόμος σύμφωνα με τον οποίο το νόμιμο μήκος των σπαθιών περιοριζόταν σε περίπου 69 εκ. (ή το αντίστοιχο αυτού σε shaku, εφόσον μιλάμε για την Ιαπωνία). Ανανεώθηκε και το daisho και αποφασίστηκε ότι το κοντό σπαθί θα πρέπει να έχει μήκος μεταξύ 45 εκ. και 54 εκ. Φυσικά, το daisho χρησιμοποιούνταν ήδη από πριν, πλέον όμως αναγνωρίστηκε και υπήρξε νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με αυτό. Στην Ιαπωνία ήταν συχνό φαινόμενο, ορισμένες φορές, να καθορίζονται ακόμη και ο τύπος των koshirae που θα χρησιμοποιούνταν ή τα χρώματα που θα φοριούνταν, αν και είναι δεν είναι σίγουρο το πόσο αυστηρά ακολουθούνταν αυτές οι ρυθμίσεις. Προς το παρόν, όλα τα katana που κατασκευάζονταν, τουλάχιστον σε νόμιμη βάση, πλησίαζαν τα 69 εκ. μήκος και είχαν πολύ μικρό sori. Σήμερα το μήκος αυτό είναι το σύνηθες για τα katana, με απόκλιση ενός ή δύο εκατοστών πάνω-κάτω.
Κατά την ύστερη εποχή Εdo, υπήρξε μια πληθώρα βαρύτερων και μακρύτερων λεπίδων με μέσο όρο μήκους τα 75 εκ. Δεν είχαν αισθητή διαφορά πλάτους στο sakihaba σε σύγκριση με το motohaba γι’ αυτό και δεν ήταν τόσο κομψά, διέθεταν όμως το πιο υπέροχο o-kissaki. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με την απουσία sori προσέδωσε σε αυτά τα σπαθιά μια δυναμική πνοή και ενδεχομένως αυτό είναι ένα ακόμη παράδειγμα του πώς οι προθέσεις των σιδηρουργών άνοιξαν τον δρόμο προς το τελικό προϊόν επειδή τα σπαθιά αυτά έμοιαζαν να είναι φτιαγμένα για να δίνουν μια συγκεκριμένη εντύπωση ισχύος αλλά και κομψότητας.
Όλα αυτά τα διαφορετικά σπαθιά, μέσα από όλη αυτή τη μακρά και προοδευτική διαδικασία εξέλιξης, μέσα από τις ιστορίες που βρίσκονται πίσω τους, τις τεχνικές κατασκευής, τις εποχές των πειραματισμών, τον κόπο των Ιαπώνων σιδηρουργών αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης που μας οδήγησαν στα σύγχρονα katana. Για σιδηρουργεία που ενδιαφέρονται πράγματι για την ιστορία και τη διαδικασία και κατανοούν τη διαδρομή ενός τόσο υπέροχου όπλου, το katana έχει εξελιχθεί σε ένα εκλεπτυσμένο και εκπληκτικά όμορφο σπαθί. Οι σιδηρουργοί στην Ιαπωνία εξακολουθούν να σφυρηλατούν νέα σπαθιά παρόλο που υπάρχει αυστηρή ρύθμιση προκειμένου να αποφευχθεί η εμπορευματοποίηση της διαδικασίας και η μαζική παραγωγή που θα συνεπαγόταν χαμηλότερη ποιότητα.