Sumo

Το Sumo (相撲 sumō) ή η πάλη sumo είναι ένα ανταγωνιστικό άθλημα πάλης πλήρους επαφής όπου ο rikishi (παλαιστής) προσπαθεί να εξαναγκάσει έναν άλλο παλαιστή να βγει εκτός του κυκλικού αγωνιστικού χώρου (dohyō) ή να αγγίξει το έδαφος με οποιοδήποτε άλλο μέρος του σώματός του εκτός από τα πέλματα. Οι χαρακτήρες 相撲 κατά λέξη σημαίνουν “χτυπώντας ο ένας τον άλλο”.

Tο άθλημα προέρχεται από την Ιαπωνία, τη μοναδική χώρα όπου εξασκείται σε επαγγελματικό επίπεδο. Σε γενικές γραμμές, θεωρείται ότι ανήκει στις gendai budō (σύγχρονες ιαπωνικές πολεμικές τέχνες), ωστόσο ο ορισμός αυτός είναι κάπως παραπλανητικός, καθώς το συγκεκριμένο άθλημα έχει μια ιστορία πολλών αιώνων. Πολλές αρχαίες παραδόσεις έχουν διατηρηθεί μέσω του sumo, κι ακόμη και σήμερα το άθλημα περιλαμβάνει πολλά τελετουργικά στοιχεία, όπως η χρήση του αλατιού για εξαγνισμό κάτι που παραμένει από τις ημέρες που το sumo χρησιμοποιούνταν στον σιντοϊσμό. Η ζωή ενός παλαιστή είναι αυστηρά οργανωμένη με κανόνες που καθορίζονται από την Ιαπωνική Ένωση Sumo. Οι περισσότεροι παλαιστές sumo απαιτείται να μένουν σε κοινόχρηστους χώρους προπόνησης, γνωστούς στα ιαπωνικά με το όνομα heya, όπου κάθε πτυχή της καθημερινότητάς τους —από τα γεύματα μέχρι τον τρόπο που ντύνονται—υπαγορεύεται από αυστηρές παραδόσεις.

Προέλευση του Sumo

Εκτός του ότι χρησιμοποιείται για να δοκιμάσει τη δύναμη του ατόμου στη μάχη, το sumo έχει επίσης συνδεθεί με τελετουργίες του σιντοϊσμού, ενώ σε συγκεκριμένα ιερά πραγματοποιούνται τελετουργικοί χοροί, όπου οι άνθρωποι λέγεται ότι παλεύουν με ένα kami (ένα θείο πνεύμα στο σιντοϊσμό). Επρόκειτο για ένα σημαντικό τελετουργικό στην αυτοκρατορική αυλή όπου οι αντιπρόσωποι κάθε επαρχίας διατάσσονταν να παρευρεθούν στον διαγωνισμό που πραγματοποιείται εκεί και να πολεμήσουν. Οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε να πληρώσουν οι ίδιοι για το ταξίδι τους. Ο διαγωνισμός ήταν γνωστός ως sumai no sechie, ή ” εορτασμός sumai”.

Στη διάρκεια της καταγεγραμμένης ιστορίας της Ιαπωνίας, η δημοτικότητα του sumo μεταβαλλόταν ανάλογα με τα καπρίτσια των κυβερνώντων και την ανάγκη να χρησιμοποιείται ως εργαλείο εκπαίδευσης σε περιόδους εμφύλιας διαμάχης. Η μορφή της πάλης σε συνθήκη μάχης άλλαξε σταδιακά σε μια εκδοχή όπου ο βασικός  στόχος για τη νίκη ήταν η ρίψη του αντιπάλου. Η έννοια του να σπρώξει κανείς τον αντίπαλό του έξω από μια οριοθετημένη περιοχή  ήρθε λίγο αργότερα.

Πιστεύεται ότι κατά τον 16ο αι. ότι άρχισε να υπάρχει ένας αγωνιστικός χώρος που να καθορίζεται ως κάτι παραπάνω από απλώς την περιοχή που οριοθετούν οι θεατές γύρω από τους παλαιστές ως αποτέλεσμα ενός τουρνουά που οργανώθηκε από τον τότε βασικό πολέμαρχο στην Ιαπωνία, Oda Nobunaga. Tότε, οι παλαιστές φορούσαν περισσότερο άνετα περιζώματα παρά τις πολύ πιο άκαμπτες, σύγχρονες ζώνης πάλης mawashi. Κατά την περίοδο Edo, στη διάρκεια του αγώνα, οι παλαιστές φορούσαν διακοσμητικές ποδιές που κατέληγαν σε κρόσια και ονομάζονταν kesho-mawashi, ενώ στις μέρες μας τις φορούν μόνο κατά τη διάρκεια των τελετουργικών που πραγματοποιούνται πριν από το τουρνουά. Τα περισσότερα από τα τρέχοντα υπόλοιπα στοιχεία του αθλήματος αναπτύχθηκαν κατά την πρώιμη περίοδο Edo.

Οι ρίζες του επαγγελματικού sumo (ōzumō) φτάνουν ως την περίοδο Edo στην Ιαπωνία, όπου είχε τη μορφή ψυχαγωγικού αθλήματος. Οι πρώτοι παλαιστές ήταν πιθανότατα samurai, συχνά rōnin, που χρειάζονταν να βρουν μια εναλλακτική μορφή εισοδήματος. Τα υφιστάμενα τουρνουά επαγγελματικού sumo ξεκίνησαν το 1684 στο ιερό Tomioka Hachiman, και τότε διεξάγονταν στο Ekō-in, κατά την περίοδο Edo. Η δυτική Ιαπωνία διέθετε κι εκείνη τις δικές εγκαταστάσεις και τουρνουά sumo αυτήν την περίοδο, με το πλέον σημαντικό κέντρο να βρίσκεται στην Osaka. Το sumo στην Osaka συνέχισε να υπάρχει ως και το τέλος της περιόδου Taishō το 1926, όταν συγχωνεύθηκε με το sumo στο Tokyo σχηματίζοντας έναν ενιαίο οργανισμό. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα μετά από αυτό, διεξάγονταν τέσσερα τουρνουά το χρόνο: δύο σε τοποθεσίες της δυτικής Ιαπωνίας όπως η Nagoya, η Osaka και η Fukuoka και δύο στο Ryōgoku Kokugikan στο Tokyo. Από το 1933 και μετά, τα τουρνουά διεξάγονταν σχεδόν αποκλειστικά στο Ryōgoku Kokugikan, μέχρι που οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής το κατέσχεσαν και τα τουρνουά μεταφέρθηκαν στο ιερό Meiji έως το 1950. Τότε, χτίστηκε ένας εναλλακτικός χώρος  για sumo, στο Kuramae Kokugikan κοντά στο Ryōgoku. Επίσης, την περίοδο αυτή, η Ένωση Sumo Association άρχισε να επεκτείνεται σε χώρους στη δυτική Ιαπωνία, φτάνοντας συνολικά τα έξι τουρνουά έως το 1958, με τα μισά από αυτά να πραγματοποιούνται στο Kuramae. Το 1984, ξαναχτίστηκε το Ryōgoku Kokugikan στο Τόκυο και έκτοτε τα τουρνουά sumo πραγματοποιούνται και πάλι εκεί.

Εστιάζει σε Λαβές
Χώρα Προέλευσης Ιαπωνία
Ιδρυτής
Διάσημοι μαθητές
Προήλθε από
Επηρέασε